ηλιομανης

ηλιομανης
    ἡλιομανής
    ἡλιο-μᾰνής
    2
    обезумевший от солнца, опьяненный солнцем
    

(ὅ ἀχέτας Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηλιομανης" в других словарях:

  • ηλιομανής — ἡλιομανής, ὲς (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που αγαπά τον ήλιο μέχρι τρέλας, ο τρελός για τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μανης (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, οινο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ἡλιομανής — sun mad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»